- μεθοδικῆς
- μεθοδικόςgoing to work by rulefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
μεθοδικός — ή, ό (Α μεθοδικός, ή, όν) [μέθοδος] αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικός («μεθοδικός ερευνητής») νεοελλ. μσν. (για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μετασυγκρίνω — (Α) (ως τεχνικός ιατρικός όρος τής μεθοδικής σχολής) μεταβάλλω το ανθρώπινο σώμα ή την εσωτερική σύστασή του αφαιρώντας τους νοσογόνους χυμούς διά μέσου τών πόρων τού δέρματος με τη χρήση φυσικών ή φαρμακευτικών μέσων που προκαλούν εφίδρωση … Dictionary of Greek
Μνασέας — Όνομα ιστορικών προσώπων (αναφέρονται και με το όνομα Μνασίας). 1. Μαθηματικός και γεωγράφος από την Αχαΐα (3ος 2ος αι. π.Χ.). Θεωρείται από τους καλύτερους μαθητές του Ερατοσθένη. Έγραψε Περί Ασίας, Περί Ευρώπης, Περί χρησμών, Περί Λιβύης,… … Dictionary of Greek
Πανκούκ — (Panckoucke). Οικογένεια Γάλλων τυπογράφων και εκδοτών. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο Αντρέ Ζοζέφ (Λίλ 1700 – 1753), ο οποίος ίδρυσε στη Λίλ ένα βιβλιοπωλείο που το διηύθυνε ως τον θάνατό του και έγραψε έργα με επιτυχία, όπως το πολυδιαβασμένο Η … Dictionary of Greek